ἑτεροίῳ

ἑτεροίῳ
ἑτεροί̱ῳ , ἑτεροῖος
of a different kind
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ετεροιώ — ἑτεροιῶ, όω (ΑΜ) [ετεροίος] αρχ. 1. καθιστώ κάτι διαφορετικό κατά το είδος 2. (η μτχ. ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑτεροιούμενα οι μυθολογικές μεταμορφώσεις (τίτλος έργου τού Νικάνδρου) …   Dictionary of Greek

  • ἑτεροιῶ — ἑτεροιόω make of different kind pres subj act 1st sg ἑτεροιόω make of different kind pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανετεροίωτος — ἀνετεροίωτος, ον (Α) αμετάβλητος, αναλλοίωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ετεροιώ «μεταβάλλω»] …   Dictionary of Greek

  • ετεροίωση — η (Α ἑτεροίωσις) [ετεροιώ] μεταβολή, αλλοίωση νεοελλ. 1. η μεταβολή, η μετατροπή ενός πράγματος σε άλλο 2. η μετάβαση από το ομοιογενές στο ετερογενές, η μετατροπή ομοίων σε ανόμοια 3. η σχέση διαφοράς μεταξύ πραγμάτων ή εννοιών που ταυτίζονται… …   Dictionary of Greek

  • ετεροιωτικός — ἑτεροιωτικός, ή, όν (Α) [ετεροιώ] 1. ο ικανός για ετεροίωση, ο αλλοιωτικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑτεροιωτική φρ. «ἡ τερατολογουμένη ἑτεροιωτική» λέγεται για τη θεωρία τών αισθημάτων τού Χρυσίππου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”